- δυσάερος
- δυσάεροςhaving bad airmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσάερος — δυσάερος, ον (Α) 1. (για χώρο) που έχει νοσηρό, βλαβερό αέρα 2. (για ατμόσφαιρα) ανθυγιεινός … Dictionary of Greek
δυσάερον — δυσάερος having bad air masc/fem acc sg δυσάερος having bad air neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαέρου — δυσάερος having bad air masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάεροι — δυσάερος having bad air masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυματηρός — καυματηρός, ά, όν (Α) [καύμα] ο πολύ θερμός, ο πολύ ζεστός («δυσάερος οὖσα καὶ ὁμιχλώδης καὶ ἔπομβρος ἅμα καὶ καυματηρά», Στράβ.) … Dictionary of Greek